αναδέκτης

αναδέκτης
ο [αναδέχομαι]
αποδέκτης «πρόθυμον αναδέκτην τού φορτίου» (Παπαδ. Γ΄, 3), δηλ. πρόθυμο αχθοφόρο, βαστάζο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναδέχομαι — (Α ἀναδέχομαι) αναλαμβάνω την υποχρέωση για κάτι, γίνομαι εγγυητής, εγγυώμα μσν. νεοελλ. δέχομαι στην αγκαλιά μου το βαπτιζόμενο βρέφος από την κολυμπήθρα, γίνομαι ανάδοχος, νονός αρχ. 1. παίρνω, λαμβάνω, δέχομαι 2. υποκύπτω, υπόκειμαι 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”